orogeneză
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαorogeneză (ro) θηλυκό
Κλίση
επεξεργασία κλίση του orogeneză
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o orogeneză | orogeneza | nişte orogeneze | orogenezele |
γενική | a unei orogeneze | orogenezei | a unor orogeneze | orogenezelor |
δοτική | unei orogeneze | orogenezei | unor orogeneze | orogenezelor |
αιτιατική | o orogeneză | orogeneza | nişte orogeneze | orogenezele |
κλητική | — | - | — | - |