orgeno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | orgeno | orgenoj |
αιτιατική | orgenon | orgenojn |
orgeno (eo)
- το εκκλησιαστικό όργανο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | orgeno | orgenoj |
αιτιατική | orgenon | orgenojn |
orgeno (eo)