Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

orgen- < αγγλική, πολωνική organ, ρωσική органъ

  Ρίζα επεξεργασία

orgen- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: αρμόνιο (το εκκλησιαστικό όργανο)

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία