optionnel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- optionnel < option
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɔp.sjɔ.nɛl/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | optionnel | optionnels |
θηλυκό | optionnelle | optionnelles |
optionnel (fr)
- που μπορεί να επιλεγεί
- προαιρετικός