operable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | operable |
συγκριτικός | more operable |
υπερθετικός | most operable |
Επίθετο
επεξεργασίαoperable (en)
- λειτουργικός
- χειρουργήσιμος, εγχειρήσιμος
- ↪ The patient was considered operable.
- Ο ασθενής κρίθηκε εγχειρήσιμος.
- ↪ The patient was considered operable.