παραθετικά
θετικός operable
συγκριτικός more operable
υπερθετικός most operable

  Επίθετο

επεξεργασία

operable (en)

  1. λειτουργικός
  2. χειρουργήσιμος, εγχειρήσιμος
    The patient was considered operable.
    Ο ασθενής κρίθηκε εγχειρήσιμος.

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία