omnibuso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | omnibuso | omnibusoj |
αιτιατική | omnibuson | omnibusojn |
omnibuso (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | omnibuso | omnibusoj |
αιτιατική | omnibuson | omnibusojn |
omnibuso (eo)