ombrageux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ombrageux | ombrageux |
θηλυκό | ombrageuse | ombrageuses |
Επίθετο
επεξεργασίαombrageux (fr)
- (για ζώα) φοβιτσιάρης
- καχύποπτος, ανήσυχος
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ombrageux | ombrageux |
θηλυκό | ombrageuse | ombrageuses |
ombrageux (fr)