okaza
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | okaza | okazaj |
αιτιατική | okazan | okazajn |
okaza (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | okaza | okazaj |
αιτιατική | okazan | okazajn |
okaza (eo)