Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
obliged
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Προφορά
1.2
Ρηματικός τύπος
1.2.1
Συνώνυμα
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
əˈblaɪdʒd
/
ⓘ
ήχος (ΗΠΑ)
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
obliged
(en)
αόριστος
&
παθητική
μετοχή
αορίστου
του
oblige
υποχρεωμένος
, έχω την
υποχρέωση
να κάνω κάτι
υποχρεωμένος
,
υπόχρεος
(π.χ. για κάποια
εξυπηρέτηση
)
Συνώνυμα
επεξεργασία
obligated
committed