Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

committed (en)

  1. πιστός, δέσμιος
    he is committed to the idea that... - είναι πιστός στην ιδέα ότι...

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

committed (en)