oblige
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | oblige |
γ΄ ενικό ενεστώτα | obliges |
αόριστος | obliged |
παθητική μετοχή | obliged |
ενεργητική μετοχή | obliging |
Ρήμα
επεξεργασίαoblige (en)
ενεστώτας | oblige |
γ΄ ενικό ενεστώτα | obliges |
αόριστος | obliged |
παθητική μετοχή | obliged |
ενεργητική μετοχή | obliging |
oblige (en)