obliĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | obliĝo | obliĝoj |
αιτιατική | obliĝon | obliĝojn |
obliĝo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | obliĝo | obliĝoj |
αιτιατική | obliĝon | obliĝojn |
obliĝo (eo)