numeratoro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- numeratoro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | numeratoro | numeratoroj |
αιτιατική | numeratoron | numeratorojn |
numeratoro (eo)
- (μαθηματικά) ο αριθμητής ενός κλάσματος