notico
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- notico < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | notico | noticoj |
αιτιατική | noticon | noticojn |
notico (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | notico | noticoj |
αιτιατική | noticon | noticojn |
notico (eo)