παραθετικά
θετικός nostalgic
συγκριτικός more nostalgic
υπερθετικός most nostalgic

  Ετυμολογία

επεξεργασία
nostalgic < nostalgia + -ic

  Επίθετο

επεξεργασία

nostalgic (en)

  • νοσταλγικός, νοσταλγώ
    ⮡  a nostalgic song - νοσταλγικά τραγούδια
    ⮡  I was nostalgic for my childhood.
    Νοστάλγησα τα παιδικά μου χρόνια.