nostalgically
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | nostalgically |
συγκριτικός | more nostalgically |
υπερθετικός | most nostalgically |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαnostalgically (en)
- νοσταλγικά
- ⮡ I remember the past nostalgically.
- Θυμάμαι νοσταλγικά τα περασμένα.
- ⮡ I remember the past nostalgically.