nobleco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nobleco | noblecoj |
αιτιατική | noblecon | noblecojn |
nobleco (eo)
- η ευγένεια, η αριστοκρατία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nobleco | noblecoj |
αιτιατική | noblecon | noblecojn |
nobleco (eo)