nicely
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | nicely |
συγκριτικός | nicelier / more nicely |
υπερθετικός | niceliest / most nicely |
Επίρρημα
επεξεργασίαnicely (en)
- όμορφα (ευχάριστα)
- άλλες μορφές: nice! (προφορικό, ανεπίσημο, όπως το επίθετο)
- προσεκτικά, με ακρίβεια