neriĉa
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | neriĉa | neriĉaj |
αιτιατική | neriĉan | neriĉajn |
neriĉa (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | neriĉa | neriĉaj |
αιτιατική | neriĉan | neriĉajn |
neriĉa (eo)