nepalano
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nepalano | nepalanoj |
αιτιατική | nepalanon | nepalanojn |
nepalano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nepalano | nepalanoj |
αιτιατική | nepalanon | nepalanojn |
nepalano (eo)