nekredebla
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ne.kɾeˈde.bla/
Επίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nekredebla | nekredeblaj |
αιτιατική | nekredeblan | nekredeblajn |
nekredebla (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nekredebla | nekredeblaj |
αιτιατική | nekredeblan | nekredeblajn |
nekredebla (eo)