kredebla
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kredebla | kredeblaj |
αιτιατική | kredeblan | kredeblajn |
kredebla (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kredebla | kredeblaj |
αιτιατική | kredeblan | kredeblajn |
kredebla (eo)