nekredanto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nekredanto | nekredantoj |
αιτιατική | nekredanton | nekredantojn |
nekredanto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nekredanto | nekredantoj |
αιτιατική | nekredanton | nekredantojn |
nekredanto (eo)