nekompreno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nekompreno | nekomprenoj |
αιτιατική | nekomprenon | nekomprenojn |
nekompreno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nekompreno | nekomprenoj |
αιτιατική | nekomprenon | nekomprenojn |
nekompreno (eo)