nekompetento
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- nekompetento < ne- + kompetento
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nekompetento | nekompetentoj |
αιτιατική | nekompetenton | nekompetentojn |
nekompetento (eo)
- αναρμόδιος άνθρωπος