nekapablo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nekapablo | nekapabloj |
αιτιατική | nekapablon | nekapablojn |
nekapablo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nekapablo | nekapabloj |
αιτιατική | nekapablon | nekapablojn |
nekapablo (eo)