παραθετικά
θετικός necessarily
συγκριτικός more necessarily
υπερθετικός most necessarily

  Ετυμολογία

επεξεργασία
necessarily < necessary + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

necessarily (en)

  • απαραίτητα, αναγκαστικά, υποχρεωτικά, χρησιμοποιείται για να πει ότι κάτι δεν μπορεί να αποφευχθεί
    ⮡  Every new subway stop that’s added to the transit system is not necessarily accompanied by changes to the bus routes.
    Η κάθε νέα στάση του μετρό που προστίθεται στο συγκοινωνιακό σύστημα δεν συνοδεύεται απαραίτητα από αλλαγές στις λεωφορειακές γραμμές.
    ⮡  Someone underweight isn't necessarily unhealthy.
    Το να είναι κάποιος λιποβαρής δεν είναι απαραίτητα ανθυγιεινό.
    ⮡  Eastern civilization is necessarily different than Western civilization.
    Ο πολιτισμός της Ανατολής είναι αναγκαστικά διαφορετικός από το δυτικό.