naze
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
naze | nazes |
naze (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
naze | nazes |
naze (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που δεν έχει καθόλου αξία, που δεν λειτουργεί
- χωρίς ενδιαφέρον
- κουρασμένος
- ανίκανος