Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /na.ʒe/
 

nager (fr)

  1. (ναυτικός όρος) κωπηλατώ
  2. (πιο συνηθισμένο) κολυμπώ
  3. πλέω μέσα σε άφθονο υγρό
  4. (μεταφορικά) βρίσκομαι στην πληρότητα ενός αισθήματος ή μιας κατάστασης
    Il nage dans le bonheur. - Πλέει σε πελάγη ευτυχίας.
    (λόγιο) Il nage dans le sang. - Κείτεται μέσα στο αίμα.
     συνώνυμα: baigner
  5. (οικείο) πλέω μέσα σε ένα ένδυμα
    Il nage dans son pantalon. - Πλέει μέσα στο παντελόνι του.
     συνώνυμα: flotter
  6. (οικείο) τα έχω χαμένα, δεν ξέρω τι κάνω
    Je nage complètement. - Έχω μπερδευτεί τελείως, δεν ξέρω τι μου γίνεται.
     συνώνυμα: patauger

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • Nager entre deux eaux. Παίζω σε δύο ταμπλό, εξασφαλίζω καλές σχέσεις με δύο κόμματα, αποφεύγω να πάρω θέση.
 συνώνυμα: louvoyer
  • Nager en eau trouble. Ξέρω να τα βγάζω πέρα από μια διφορούμενη, μπερδεμένη κατάσταση.

Συγγενικά

επεξεργασία