multobliĝo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | multobliĝo | multobliĝoj |
αιτιατική | multobliĝon | multobliĝojn |
multobliĝo (eo)
- μεγάλη αύξηση, πολλαπλασιασμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | multobliĝo | multobliĝoj |
αιτιατική | multobliĝon | multobliĝojn |
multobliĝo (eo)