multifunctional
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | multifunctional |
συγκριτικός | more multifunctional |
υπερθετικός | most multifunctional |
Ετυμολογία
επεξεργασία- multifunctional < multi- + functional
Επίθετο
επεξεργασίαmultifunctional (en)
- πολυλειτουργικός
- ⮡ multifunctional tool - πολυλειτουργικό εργαλείο
- ≈ συνώνυμα: multifunction