moutonnier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- moutonnier < mouton
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | moutonnier | moutonniers |
θηλυκό | moutonnière | moutonnières |
moutonnier (fr)
- (παρωχημένο) σχετικός με τα πρόβατα
- (μεταφορικά) που ακολουθά αφελώς τους άλλους