Ετυμολογία

επεξεργασία
moutonnièrement < moutonnier

  Επίρρημα

επεξεργασία

moutonnièrement (fr)

  • σαν τα πρόβατα, δηλαδή ακολουθώντας το παράδειγμα άλλων, χωρίς σκέψη