Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. ετυμολογίας --sarri.greek (συζήτηση) 16:48, 1 Ιουνίου 2019 (UTC).


  Ετυμολογία

επεξεργασία
morigéner < λατινική morigeror

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mɔ.ʁi.ʒe.ne/

morigéner (fr)

  1. (παρωχημένο) ανατρέφω
  2. επιπλήττω
     συνώνυμα: gourmander, sermonner