montpasejo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | montpasejo | montpasejoj |
αιτιατική | montpasejon | montpasejojn |
montpasejo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | montpasejo | montpasejoj |
αιτιατική | montpasejon | montpasejojn |
montpasejo (eo)