monakanino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- monakanino < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | monakanino | monakaninoj |
αιτιατική | monakaninon | monakaninojn |
monakanino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | monakanino | monakaninoj |
αιτιατική | monakaninon | monakaninojn |
monakanino (eo)