Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
mojito mojitos

  Ετυμολογία επεξεργασία

mojito < (άμεσο δάνειο) ισπανική mojito

  Ουσιαστικό επεξεργασία

mojito



Ισπανικά (es) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

mojito < moj(o) (είδος σάλτσας)  + υποκοριστικό επίθημα -ito < mojar (μουλιάζω) < λατινική mollio (κάνω μαλακό, μαλακώνω) < mollis (μαλακός)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /moˈxito/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

mojito πληθυντικός mojitos

  Πηγές επεξεργασία