ενικός         πληθυντικός  
mojito mojitos

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

mojito



Ετυμολογία

επεξεργασία
mojito < moj(o) (είδος σάλτσας)  + υποκοριστικό επίθημα -ito < mojar (μουλιάζω) < λατινική mollio (κάνω μαλακό, μαλακώνω) < mollis (μαλακός)

Ουσιαστικό

επεξεργασία