mojito
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mojito | mojitos |
Ετυμολογία
επεξεργασία- mojito < (άμεσο δάνειο) ισπανική mojito
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmojito
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- mojito < moj(o) (είδος σάλτσας) + υποκοριστικό επίθημα -ito < mojar (μουλιάζω) < λατινική mollio (κάνω μαλακό, μαλακώνω) < mollis (μαλακός)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmojito πληθυντικός mojitos
Πηγές
επεξεργασία- mojito - DLE (Diccionario de la lengua española [Λεξικό της ισπανικής γλώσσας] στα ισπανικά, για τα καστιλιάνικα ισπανικά), RAE (Real Academia Española [Βασιλική Ακαδημία της Ισπανίας]), Edición del Tricentenari [23η έκδοση], 2014