moabet
Εβραιοϊσπανικά (lad)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
moabet | moabetes |
Ετυμολογία
επεξεργασία- moabet < (άμεσο δάνειο) τουρκική muhabbet (κουβέντα)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mo.ɑˈbet/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : mo‐a‐bet
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmoabet αρσενικό
- η κουβέντα
- ⮡ Izimos moabet kon el vezino. - Είχαμε μια κουβέντα με τον γείτονα.