misuzo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | misuzo | misuzoj |
αιτιατική | misuzon | misuzojn |
misuzo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | misuzo | misuzoj |
αιτιατική | misuzon | misuzojn |
misuzo (eo)