mezo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mezo | mezoj |
αιτιατική | mezon | mezojn |
mezo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mezo | mezoj |
αιτιατική | mezon | mezojn |
mezo (eo)