metalurg
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmetalurg (ro) αρσενικό
Κλίση
επεξεργασία κλίση του metalurg
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un metalurg | metalurgul | nişte metalurgi | metalurgii |
γενική | a unui metalurg | metalurgului | a unor metalurgi | metalurgilor |
δοτική | unui metalurg | metalurgului | unor metalurgi | metalurgilor |
αιτιατική | un metalurg | metalurgul | nişte metalurgi | metalurgii |
κλητική | — | - | — | - |