Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
menuise
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
menuise
<
λατινική
minutia
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
menuise
menuises
menuise
(fr)
θηλυκό
μολύβι
,
σφαίρα
κυνηγών
ξυλαράκι
, μικρό κομμάτι ξύλου
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
menuiser