Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

menuise < λατινική minutia

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
menuise menuises

menuise (fr) θηλυκό

  1. μολύβι, σφαίρα κυνηγών
  2. ξυλαράκι, μικρό κομμάτι ξύλου

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη menuiser