menuiser
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- menuiser < δημώδης λατινική °minutiare < minutus
Ρήμα
επεξεργασίαmenuiser (fr)
- (παρωχημένο) κόβω σε κομμάτια, ελαττώνω το πάχος (ξύλου, σανίδας)
- κατεργάζομαι κάτι σε ξυλουργείο
menuiser (fr)