menuiserie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- menuiserie < menuiser
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
menuiserie | menuiseries |
menuiserie (fr) θηλυκό
- το ξυλουργείο
ενικός | πληθυντικός |
menuiserie | menuiseries |
menuiserie (fr) θηλυκό