mensostato
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mensostato | mensostatoj |
αιτιατική | mensostaton | mensostatojn |
mensostato (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mensostato | mensostatoj |
αιτιατική | mensostaton | mensostatojn |
mensostato (eo)