memestimo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | memestimo | memestimoj |
αιτιατική | memestimon | memestimojn |
memestimo (eo)
- η αξιοπρέπεια, η αυτοεκτίμηση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | memestimo | memestimoj |
αιτιατική | memestimon | memestimojn |
memestimo (eo)