memdetruo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | memdetruo | memdetruoj |
αιτιατική | memdetruon | memdetruojn |
memdetruo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | memdetruo | memdetruoj |
αιτιατική | memdetruon | memdetruojn |
memdetruo (eo)