detruo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | detruo | detruoj |
αιτιατική | detruon | detruojn |
detruo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | detruo | detruoj |
αιτιατική | detruon | detruojn |
detruo (eo)