membru
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmembru (ro) αρσενικό
- το μέλος
Κλίση
επεξεργασία κλίση του membru
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un membru | membrul | nişte membri | membrii |
γενική | a unui membru | membrului | a unor membri | membrilor |
δοτική | unui membru | membrului | unor membri | membrilor |
αιτιατική | un membru | membrul | nişte membri | membrii |
κλητική | — | - | — | - |