melodramă
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmelodramă (ro) θηλυκό
- το μελόδραμα
Κλίση
επεξεργασία κλίση του melodramă
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o melodramă | melodrama | nişte melodrame | melodramele |
γενική | a unei melodrame | melodramei | a unor melodrame | melodramelor |
δοτική | unei melodrame | melodramei | unor melodrame | melodramelor |
αιτιατική | o melodramă | melodrama | nişte melodrame | melodramele |
κλητική | — | - | — | - |